Μεσημέρι της 14ης Νοεμβρίου του 1973. Μερικές δεκάδες φοιτητές βρίσκονται σε αμφιθέατρο του κτηρίου της Νομικής Σχολής στην Σόλωνος. Η μέρα δεν προμηνύει κάποιο ιδιαίτερο γεγονός, η συζήτηση μεταξύ των φοιτητών είναι χαλαρή.
Υπάρχει βέβαια το προηγούμενο των γεγονότων του Φεβρουαρίου του 1973, στο ίδιο κτήριο, όταν η κατάληψη των φοιτητών διαλύθηκε βίαια από την αστυνομία, αλλά τίποτα σε εκείνη τη μέρα δεν το θυμίζει. Ξαφνικά 2-3 φοιτητές μπαίνουν στο αμφιθέατρο και φωνάζουν: «Η Αστυνομία χτυπά κόσμο στο Πολυτεχνείο».
Οι φοιτητές δεν χρειάστηκε να το σκεφτούν πολύ. Αποφασίζουν να κατευθυνθούν πεζοί προς το Πολυτεχνείο για να στηρίξουν τους συναδέλφους τους. Μερικές δεκάδες νέα παιδιά βγαίνουν στη Σόλωνος και περπατούν γρήγορα προς τα Εξάρχεια. Φτάνουν λίγα λεπτά αργότερα στην Στουρνάρη μέχρι τη συμβολή με την Πατησίων. Εκεί δεν υπάρχουν φοιτητές. Υπάρχουν όμως κάποιοι αστυνομικοί στην απέναντι γωνία. Κάποιοι αρχίζουν να πετούν νεράντζια προς το μέρος τους. Οι αστυνομικοί ανταποδίδουν. Μέσα σε λίγα λεπτά το σκηνικό στην Πατησίων αρχίζει να γίνεται πολεμικό. Τα παιδιά μπαίνουν στο χώρο του Πολυτεχνείου.
Οι «φοιτητές που δέχθηκαν επίθεση από την αστυνομία» αποδείχθηκε ότι ήταν μία φήμη, αλλά αυτή η φήμη οδηγεί σε μία σπίθα που έμελλε να οδηγήσει σε μία από τις κορυφαίες στιγμές της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας.
Τις επόμενες δύο μέρες όλα τα μάτια είναι καρφωμένα στο χώρο του Πολυτεχνείου, τα αυτιά αναζητούν τον ραδιοφωνικό σταθμό των φοιτητών, τα «παιδιά» έχουν αρχίσει να γράφουν Ιστορία.
Τι ήταν ή τι θεωρούμε ότι ήταν το Πολυτεχνείο
Η επέτειος των 50 χρόνων από την επέτειο του Πολυτεχνείου δίνει από τη μία την αναγκαία ιστορική απόσταση για αποτιμηθεί ως ιστορικό γεγονός, από την άλλη η επιρροή του στην πολιτική ζωή, όπως αυτή διαμορφώθηκε στην μεταπολίτευση, παραμένει ενεργή.
Τι ήταν το Πολυτεχνείο; Μια αμιγώς φοιτητική εξέγερση, που πήρε πολιτικό χρώμα; Ένα εξ αρχής πολιτικό γεγονός που αμφισβήτησε ευθέως την χούντα των συνταγματαρχών; Η «γενιά του Πολυτεχνείου» ήταν μια γενιά ηρώων ή αυτών που «δόμησαν» και κυριάρχησαν στο πολιτικό σύστημα και το «εκμεταλλεύτηκαν», αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας; Το Πολυτεχνείο «έριξε» την χούντα ή ήταν αυτό που οδήγησε στην τραγωδία της Κύπρου;
Τα ερωτήματα αυτά επανέρχονται κάθε χρόνο τέτοια εποχή και συνήθως απαντώνται ανάλογα με τη γνώση, την ιδεολογική τοποθέτηση ή τους «μύθους» που έχει υιοθετήσει ο καθένας.
Το κίνημα του Ναυτικού και η «φιλελευθεροποίηση»
Για να έχουμε μια πιο καθαρή εικόνα των γεγονότων θα πρέπει πρώτα να δούμε ποια ήταν η πολιτική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα στα τέλη του 1973. Η χούντα των συνταγματαρχών έχει κλείσει ήδη έξι χρόνια στην εξουσία, οι συνταγματάρχες θεωρούν ότι οι αντιδράσεις απέναντι τους είναι αποσπασματικές, ουσιαστικά «ακίνδυνες» και προέρχονται κυρίως από φοιτητές που ανήκουν στην Αριστερά. Λόγω και των πιέσεων που δέχονται από το εξωτερικό σχεδιάζουν να προχωρήσουν στην επόμενη μέρα, να «φιλελευθεροποιήσουν» το καθεστώς, παραδίδοντας ελεγχόμενα την εξουσία στους πολιτικούς.
Το σχέδιο των συνταγματαρχών βοηθήθηκε, όσο παράδοξο και αν ακούγεται, από ένα κίνημα εναντίον τους. Το κίνημα του Ναυτικού τον Μάιο του 1973, όταν δημοκράτες αξιωματικοί προσπάθησαν να βάλουν σε εφαρμογή ένα σχέδιο ανατροπής της χούντας δεν ήταν επιτυχές, οι πρωταγωνιστές του συνελήφθησαν και αποτάχθηκαν. Ο δικτάτορας Παπαδόπουλος είδε σ’ αυτήν την εξέλιξη μια ευκαιρία να απαλλαγεί και τυπικά από τον θεσμό της βασιλείας, που ουσιαστικά ήταν ανενεργός ήδη από το 1967, μετά από ένα άλλο κίνημα του Ναυτικού, που αποδόθηκε στον τέως βασιλιά και απέτυχε και αυτό.
Ο αρχιπραξικοπηματίας Παπαδόπουλος «ντύνεται» το κοστούμι του «Προέδρου της Δημοκρατίας» και αναζητά νομιμοποίηση, μέσω των πολιτικών της προδικτατορικής Ελλάδας. Οι ηγέτες της ΕΡΕ και της Ένωσης Κέντρου, Κανελλόπουλος και Μαύρος είναι αρνητικοί, αν και κάποια στελέχη τους δεν βλέπουν με κακό μάτι την προοπτική της «ομαλής μετάβασης». Τελικά πρόθυμος για το σχέδιο των συνταγματαρχών βρίσκεται ο Σπύρος Μαρκεζίνης, που έπαιξε ρόλο στην μετεμφυλιακή Ελλάδα. Ίδρυσε το 1955 το κόμμα των Προοδευτικών, κατάφερε να εκλέξει βουλευτές στις εκλογές του 1955, απέτυχε όμως την επόμενη χρονιά. Συνεργάστηκε και με την Ένωση Κέντρου, στις εκλογές του 1961, αλλά και με την ΕΡΕ στις εκλογές του 1964, που έμελλε να είναι οι τελευταίες πριν το πραξικόπημα του 1967. Για τους στρατιωτικούς ήταν το ιδανικό πρόσωπο και όλα έμοιαζαν να παίρνουν το δρόμο τους.
Ήταν όμως τόσο «ρόδινα» τα πράγματα για τους χουντικούς; Οι ίδιοι ήθελαν να το πιστεύουν, η πραγματικότητα όμως ήταν τελείως διαφορετική. Από τα τέλη του 1972 και σε όλη τη διάρκεια του 1973 τα Πανεπιστήμια της χώρας βρίσκονταν σε αναβρασμό. Φοιτητικές συνελεύσεις, όλο και πιο μαζικές, όλο πιο πολιτικές. Η χούντα θεώρησε ότι μπορούσε να αποδυναμώσει το φοιτητικό κίνημα με μία κίνηση, που ουσιαστικά λειτούργησε ως η σπίθα για να φτάσουμε στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.
Αποφασίζει να κόψει τις αναβολές των φοιτητών που συλλαμβάνονται για συμμετοχή στις εκδηλώσεις διαμαρτυρίας, αλλά και στους «υπόπτους». Αυτή η κίνηση ήταν ακριβώς αυτό που λέμε «λάδι στη φωτιά». Σε όλη τη χώρα, στην πλειονότητα των σχολών οι φοιτητές αντιδρούν και αυτές οι διαμαρτυρίες φτάνουν σε ανοιχτές αντιδικτατορικές ενέργειες, όπως η κατάληψη της Νομικής τον Φεβρουάριο του ’73. Η βίαιη καταστολή της δεν έκαμψε την ορμή του φοιτητικού κινήματος. Ό,τι κι αν έκανε για να το καταστείλει ουσιαστικά το ενίσχυε.
«Μια μεγάλη γιορτή»
Η 14η Νοεμβρίου, η μέρα που ξεκίνησε η κατάληψη του ιστορικού χώρου του Πολυτεχνείου, ήταν το πρώτο βήμα για να γκρεμιστεί η επίπλαστη εικόνα των «φιλελεύθερων» συνταγματαρχών. Οι πρώτοι φοιτητές που έφτασαν εκεί από μία φήμη δεν ήταν ουσιαστικά ένα τυχαίο γεγονός. Ήταν το αποτέλεσμα μιας συνειδητής επιλογής των φοιτητών να συγκρουστούν με ένα καθεστώς που στους περισσότερους δημιουργούσε αισθήματα φόβου. Από τις πρώτες ώρες φοιτητές τόσο του Πολυτεχνείου, όσο και άλλων σχολών άρχισαν να καταφθάνουν μετατρέποντας την πρώτη μικρή συγκέντρωση σε μία μεγάλη γιορτή. Έτσι αφηγούνται ότι ένοιωθαν οι πρωταγωνιστές της. Ένα κλίμα ευφορίας, μια ανάσα ελπίδας μετά από έξι σκοτεινά χρόνια ένοιωθαν ότι βίωναν όσοι βρέθηκαν εκεί.
Τη δεύτερη μέρα της κατάληψης άρχισε να λειτουργεί και ο ραδιοφωνικός σταθμός του Πολυτεχνείου. Το «Εδώ Πολυτεχνείο» κατέκλυσε τον αέρα της πρωτεύουσας, χιλιάδες δέκτες συντονίστηκαν. Άλλοι πιο τολμηροί βρέθηκαν εκεί, με τρόφιμα, νερά, ακόμα και χρήματα για να στηρίξουν τους φοιτητές.
Η τραγουδίστρια της Νίκης, Σοφία Βέμπο, παρακολουθούσε από το μπαλκόνι της περήφανη και για αυτά τα «παιδιά, της Ελλάδος παιδιά». Τα ξημερώματα της 17ης Νοέμβρη το σπίτι της θα γίνει καταφύγιο για τους κυνηγημένους φοιτητές.
Βράδυ της 16ης Νοεμβρίου γίνονται κάποιες διαπραγματεύσεις για να αποχωρήσουν οι φοιτητές. Οι δρόμοι γύρω από το Πολυτεχνείο έχουν κατακλειστεί από αστυνομικούς και ανθρώπους της ασφάλειας. Το αίσθημα του φόβου όμως έχει εγκαταλείψει απολύτως τους φοιτητές. «Πότε θα κάνει ξαστεριά» παίζουν τα μεγάφωνα, 20χρονα παιδιά σκαρφαλωμένα στην κεντρική πύλη ανεμίζουν ελληνικές σημαίες, φωνάζοντας «κάτω η χούντα». Για πρώτη φορά ίσως οι χουντικοί καταλαβαίνουν ότι η νεανική ορμή μπορεί να τους καταπιεί.
Τεθωρακισμένα απέναντι στους φοιτητές
Οι χουντικοί αποφασίζουν να καταστείλουν την εξέγερση. Και το κάνουν με τον μόνο τρόπο που γνωρίζουν. Με τη βία. Κατεβάζουν στρατό στο κέντρο της πόλης, τοποθετούν τεθωρακισμένα απέναντι από το Πολυτεχνείο. ΟΙ φοιτητές παραμένουν στον χώρο, παραμένουν σκαρφαλωμένοι στην πύλη «Είμαστε άοπλοι» ακούγεται η φωνή του Δημήτρη Παπαχρήστου από τον ραδιοφωνικό σταθμό… «Αδέλφια μας στρατιώτες», λέει ο εκφωνητής που μιλά στους συνομήλικους του που διατάχθηκαν να παραταχθούν έξω από το χώρο.
Ανήκουν στην ίδια γενιά, κάποια απ’ αυτούς ενδεχομένως πριν από λίγους μήνες να βρίσκονταν στα αμφιθέατρα. Τη σιγή του δρόμου διακόπτει βίαια η μηχανή του ερπιστριοφόρου που βρίσκεται απέναντι από την πύλη. Δεν υποχωρεί κανείς. Τα παιδιά πάνω στην πύλη ανεμίζουν τις σημαίες, τραγουδούν. Το άρμα αρχίζει να κινείται. Πλησιάζει την πύλη. Λίγα μέτρα πριν φτάσει επιβραδύνει. Δύο δευτερόλεπτα που κόβουν την ανάσα. Ο οδηγός του άρματος πατά δυνατά το γκάζι και το τεθωρακισμένο λιώνει την σιδερένια πόρτα. Ο στρατός εισβάλλει στο χώρο. Αστυνομικοί εφορμούν στο χώρο και συλλαμβάνουν. Ακούγονται πυροβολισμοί. Μέχρι την επόμενη μέρα το πρωί τα πυρά θα αφήσουν δεκάδες νεκρούς στους δρόμους. Η χούντα δείχνει για μία ακόμα φορά το αποκρουστικό της πρόσωπο. Οι φοιτητές γράφουν μία από τις λαμπρότερες στιγμές της ελληνικής ιστορίας.
Ποιο ήταν το «αποτύπωμα» του Πολυτεχνείου
Η εξέγερση του Πολυτεχνείου άφησε πολύ ισχυρό αποτύπωμα στην μεταπολίτευση. Κάποιοι από τους πρωταγωνιστές του μπήκαν στην πολιτική και αυτό αφενός μεν ανανέωσε το πολιτικό προσωπικό, αλλά παράλληλα δημιούργησε το μύθο «αυτών που το εξαργύρωσαν». Αυτός ο μύθος δεν επιβεβαιώνεται από την πραγματικότητα. Η συντριπτική πλειοψηφία των παιδιών που συμμετείχαν ασχολήθηκαν μεν με την πολιτική, -οι δεκαετίες του ’70 και του ’80 ήταν έντονα πολιτικές-, αλλά ποτέ δεν κατέλαβαν θέσεις εξουσίας, δεν αποτίμησε ποτέ την προσφορά της.
Άλλη μία δημοφιλής ένσταση είναι ότι το Πολυτεχνείο «δεν έριξε» την χούντα. Η χούντα δεν έπεσε με το Πολυτεχνείο. Αντιθέτως την διαδέχθηκε μια ακόμα σκληρότερη χούντα αυτή του Ιωαννίδη. Αυτό που κατάφερε το Πολυτεχνείο ήταν να ματαιώσει το σχέδιο των χουντικών να παραδώσουν σε αδιευκρίνιστο χρόνο την εξουσία και να αμνηστεύσουν τους εαυτούς τους για τα εγκλήματα που διέπραξαν. Υπάρχουν τέτοια παραδείγματα στον υπόλοιπο κόσμο, όπως στη Χιλή, όπου ο δικτάτορας Πινοσέτ, παρέδωσε μεν την εξουσία στους πολιτικούς, αλλά εξασφάλισε δια βίου θέση γερουσιαστή. Το Πολυτεχνείο είναι ουσιαστικά αυτό που οδήγησε τους πραξικοπηματίες στο εδώλιο του κατηγορουμένου.
Ουσιαστικά η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν αυτό που συμβαίνει λίγες φορές στην Ιστορία. Είναι από τα γεγονότα που δείχνουν ότι ακόμα και στο πιο σκληρά οπλισμένο καθεστώς μια ομάδα νέων ανθρώπων μπορεί να αντισταθεί, να πει το δικό της «όχι» στην ιστορική στρέβλωση. Το Πολυτεχνείο έστειλε τους δικτάτορες στο δικαστήριο και έδειξε ότι τίποτα δεν είναι αδύνατο. Ήταν το ιστορικό γεγονός που άφησε το πολιτικό του αποτύπωμα, όσο κανένα άλλο τα τελευταία 50 χρόνια. Το Πολυτεχνείο ζει; Η απάντηση είναι καταφατική όσο κανείς δεν προβάλλει πάνω του ιδεοληψίες και αφορισμούς.
P