Αναποτελεσματικά τα σχεδιαζόμενα ΣΔΙΤ χρηματοδότησης της «κοινωνικής αντιπαροχής»
Του Ηρακλή Ρούπα, Οικονομολόγου
Ο τίτλος πρόσφατου άρθρου του Πρωθυπουργού, «Τα όπλα μας στην μάχη με την στεγαστική κρίση», προκαλεί ιδιαίτερη προσοχή. Ίσως το πιο ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι, μετά από χρόνια, αναγνωρίζει επιfinally στους πολίτες ότι υπάρχει ένα μείζον πρόβλημα που χρήζει άμεσης παρέμβασης. Η αναγνώριση της στέγασης ως «δικαίωμα» είναι ένα σημαντικό βήμα, ωστόσο η χρήση της λέξης «όπλα» για να περιγράψει τις κυβερνητικές πολιτικές απέναντι στην κρίση υποδηλώνει μια έλλειψη ρεαλισμού στην αντιμετώπιση των προβλημάτων. Η προαναφερόμενη προσέγγιση σκιαγραφεί την αδυναμία των μέχρι τώρα μέτρων να προσφέρουν βιώσιμες και μακροπρόθεσμες λύσεις στο ζήτημα. Είναι γνωστό ότι πολλές φορές οι κυβερνητικές εξαγγελίες για μέτρα αναθεωρούνται ή εγκαταλείπονται καθώς δεν επιτυγχάνουν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Αν σκεφτούμε με καλοπροαίρετη διάθεση, ίσως δεν μπορούμε να καταλογίσουμε ευθύνες στον Πρωθυπουργό για την ελλιπή εμπειρία όσων σχεδιάζουν τις πολιτικές, ωστόσο η ευθύνη για την παρελθοντική άρνηση του προβλήματος εξακολουθεί να βαρύνει το κυβερνητικό επιτελείο. Με δεδομένο ότι το 37% του εισοδήματος κάθε νοικοκυριού κατευθύνεται στη στέγαση, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, η αδυναμία να αναγνωριστεί νωρίτερα αυτή η πραγματικότητα υπονομεύει οποιαδήποτε προσπάθεια για βιώσιμη ανάπτυξη και κοινωνική ισορροπία.
Η δήλωση ότι «δεν καταγράφουμε απλώς το πρόβλημα, αλλά το αντιμετωπίζουμε με αποφασιστική δράση και στοχευμένα μέτρα», υποδηλώνει μια ευγενική πρόθεση. Ωστόσο, η προηγούμενη εμπειρία έχει αποδείξει ότι οι εξαγγελίες αυτές συχνά δεν συνοδεύονται από ουσιαστικό περιεχόμενο και βραχυπρόθεσμο ή μακροπρόθεσμο αντίκτυπο. Αντιθέτως, οι πολιτικές που έχουν προταθεί δεν επιδεικνύουν τη φαντασία και την καινοτομία που απαιτούνται για τη διαχείριση της κρίσης.
Η επεξεργασία του νομοσχεδίου από τη νέα υπουργό Κοινωνικής Συνοχής και Οικογένειας, με στόχο την κάλυψη αναγκών 5.000 ατόμων μέσω ΣΔΙΤ, θέτει σοβαρά ερωτήματα σχετικά με τη βιωσιμότητα των προτεινόμενων λύσεων. Επιπλέον, φαίνεται να παραλείπει τη δυνατότητα ανάπτυξης νέων χρηματοδοτικών εργαλείων που θα μπορούσαν να μειώσουν τη συμμετοχή ιδιωτών και να ενισχύσουν τον ρόλο των Δήμων και Περιφερειών στην επίλυση του προβλήματος.
Η πρόταση για παραχώρηση του 70% των κατοικιών στους ιδιώτες υπό τη μορφή αντιπαροχής αφαιρεί την κοινωνική διάσταση του θέματος, δημιουργώντας στρεβλότητες στην αγορά. Η κοινωνική αντιπαροχή δεν θα πρέπει να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για οικονομική εκμετάλλευση, ειδικά όταν υπάρχουν εναλλακτικές λύσεις. Είναι κρίσιμο να αναζητούνται καινοτόμες προσεγγίσεις και συμπράξεις που θα ενισχύσουν τον δημόσιο τομέα και θα προσφέρουν ρεαλιστικές λύσεις.
Η δημιουργία ενός νέου φορέα «διαχείρισης» από τη νέα υπουργό, που επικεντρώνεται στη συντονιστική δράση μέσω ΣΔΙΤ, δείχνει μια περιορισμένη αντίληψη της ανάγκης για συνεργασία με Δήμους και Περιφέρειες και καθιστά αναγκαία την επανεξέταση αυτού του σχεδιασμού. Είναι φυσικό να αναρωτιόμαστε γιατί καταργήθηκε ο Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας, αφού είχε την εμπειρία στη δημιουργία 600 οικισμών και 50.000 κατοικιών.
Προτού προχωρήσουμε σε οποιαδήποτε πολιτική, είναι κρίσιμο να γίνει κατηγοριοποίηση των αναγκών και να δοθούν σαφείς στόχοι για την ένταξη των ακινήτων στο πλαίσιο της κοινωνικής στέγασης. Οι Δήμοι και οι Περιφέρειες θα μπορούσαν να διαδραματίσουν κεντρικό ρόλο στην υλοποίηση αυτών των πολιτικών. Σε βάθος χρόνου, είναι αναγκαίο να εξεταστεί πότε θα γίνει η διάθεση των 1.600 αναξιοποίητων δημοσίων ακινήτων. Αξιοποιώντας χρηματοδοτικά εργαλεία, θα μπορούσαν να συμβάλλουν οι επενδυτές και οι εργολάβοι στην ανακούφιση των κοινωνικών αναγκών.
Η χρηματοδότηση μέσω του Σχεδίου Δράσης για τη Στέγαση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) είναι θετική, αλλά πρέπει να εξεταστεί αν η πραγματική δυνατότητα των Δήμων να κατασκευάζουν προσιτές κατοικίες έχει παραγνωριστεί Η κυβέρνηση, αντί να προωθεί λύσεις που θα μπορούσαν να έχουν θετικό κοινωνικό αντίκτυπο, φαίνεται να υποβαθμίζει τον ρόλο των τοπικών αρχών και να αφαιρεί τις δυνατότητές τους.
Ο συνδυασμός κρατικών, δημοτικών και περιφερειακών φορέων με νέες πηγές χρηματοδότησης είναι επιτακτική ανάγκη. Οι ιδιώτες πρέπει να συμμετέχουν ως υποστηρικτές και όχι ως κύριοι παίκτες στην αγορά. Το πρόγραμμα «Σπίτι μου 1» απέτυχε, και το «Σπίτι μου 2» δεν φαίνεται να υπόσχεται βελτίωση. Η έλλειψη ακινήτων και οι περιορισμένες κίνητρα δε θα επιτρέψουν τη βελτίωση της κατάστασης.
Είναι θετική η κίνηση της ισπανικής κυβέρνησης να προωθήσει σχέδια για την κατασκευή 180.000 κοινωνικών κατοικιών, ενώ η ελληνική κυβέρνηση προτάσσει επιδόματα και δάνεια που ενδέχεται να ενισχύσουν την ψηλή ζήτηση και, κατ’ επέκταση, τις τιμές. Αντί να επενδύσει στην κατασκευή νέων κατοικιών, η κυβέρνηση υιοθετεί μέτρα μηδενικού αποτελέσματος και αδυνατεί να χαρτογραφήσει την πραγματική κατάσταση στην αγορά στέγασης.
Είναι κρίσιμη η ανάγκη για ανάπτυξη νέων χρηματοδοτικών εργαλείων που έως σήμερα παραμένουν ανεκμετάλλευτα. Η πολιτική του κράτους πρέπει να επαναστατήσει για μια σταθερή ανάπτυξη που θα στηρίζει την αποκέντρωση και θα προτάσσει τη δημιουργία ενός μακροχρόνιου αναπτυξιακού σχεδίου. Χωρίς στέγη, κάθε αναπτυξιακή στρατηγική χάνει τον κοινωνικό της χαρακτήρα.